Φίλιππος

Φίλιππος
Φίλιππος, ου, ὁ (freq. found in lit., ins, pap; occurring also in LXX and Joseph., Ath.) Philip (‘Fond-of-horses’) a common name in the Gr-Rom. world. In our lit.:
the tetrarch, son of Herod the Great and Cleopatra of Jerusalem (s. Joseph., index Φίλιππος 6). He was tetrarch of Gaulanitis, Trachonitis, Auranitis, Batanea and Panias (so Joseph., if the indications he gives in var. passages may thus be brought together), and acc. to Lk 3:1, also Iturea (all small districts northeast of Palestine). He rebuilt Panias as Caesarea (Philippi) and Bethsaida as Julias. Joseph. praises his personality and administration (Ant. 18, 106f). He was married to Salome, the daughter of Herodias (s. Ἡρωδιάς and Σαλώμη, end). He died 33/34 A.D., whereupon his territory was joined to the Rom. province of Syria, though only for a short time. Mt 16:13; Mk 8:27. Some think that this Philip is erroneously implied Mt 14:3; Mk 6:17; Lk 3:19 v.l.; s. 2 below.—Schürer I 336–40.
The Philip mentioned Mt 14:3 and Mk 6:17 is associated by some scholars with a half-brother of Herod Antipas (s. Ἡρῳδιάς), but the identification is not otherwise attested.
the apostle, one of the Twelve. In the lists of the Twelve (which is the only place where his name is mentioned in the synoptics and Ac), he is found in fifth place, after the two pairs of brothers Peter-Andrew, James-John Mt 10:3; Mk 3:18; Lk 6:14; Ac 1:13. He is given more prominence in J, where he is one of the first to be called, and comes fr. Bethsaida, the city of Simon and Andrew; cp. 1:43–46, 48; 6:5, 7; 12:21f; 14:8f. Papias (2:4): one of the πρεσβύτεροι.—On the apostle and the evangelist (s. 4 below), who have oft. been confused, s. TZahn, Apostel u. Apostelschüler in der Provinz Asien: Forsch. VI 1900 p. 369b (index); EBishop, ATR 28, ’46, 154–59 equates 3 and 4.
one of the seven ‘assistants’ at Jerusalem Ac 6:5; 21:8; in the latter pass. also called the ‘evangelist’ (s. εὐαγγελιστής) to differentiate him fr. the apostle. Ac 8:5–13 after the death of Stephen he worked in Samaria w. great success; vss. 26–39 he baptized a non-Israelite, the chamberlain of the Ethiopian Queen Candace (MvanWanroy, VD ’40, 287–93; FBlanke, Kirchenfreund 84, ’50, 145–49) and vs. 40 preached the gospel in all the cities fr. Ashdod to Caesarea. Later he lived in Caesarea w. his four unmarried daughters, who possessed the gift of prophecy 21:8f (s. LSwindler, Biblical Affirmations of Women ’79); Papias (11:2).—Zahn (3 above); HWaitz, Die Quelle der Philippus-geschichten in der AG 8:5–40: ZNW 7, 1906, 340–55; AStrobel, ZNW 63, ’72, 271–76.
the Asiarch MPol 12:2, or high priest MPol 21, under whom Polycarp suffered martyrdom.—Pauly-W. XIX 2551f; 2266–2331; Suppl. II 158–62; Kl. Pauly IV 752f; BHHW III 1453f.—DELG s.v. ἵππος. M-M. EDNT.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φίλιππος — fond of horses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλιππος — fond of horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… …   Dictionary of Greek

  • φίλιππος, -η — ο 1. αυτός που αγαπάει τους ίππους, που λατρεύει την ιππασία: Η φίλιππη εταιρεία. 2. το αρσ. ως κύρ. όν., Φίλιππος και Φίλιππας (θηλ. Φιλίππα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φίλιππος Ισότης — (Philippe Egalite, όνομα που πήρε το 1792 ο Λουδοβίκος Φίλιππος Ιωσήφ δούκας της Ορλεάνης, Σαιν Κλου 1747 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Ακολουθώντας το στρατιωτικό επάγγελμα, πολέμησε γενναία υπό τις διαταγές του κόμη του Ορβιλιέ στη μάχη του …   Dictionary of Greek

  • Φίλιππος Μάρκος Ιούλιος — (Βόστρα, Ιδουμαία; – Βερόνα 249). Αυτοκράτορας της Ρώμης (244 – 249). Αναφέρεται και ως Φ.Μ.I. ο Άραβας. Μετά την κατάταξή του στον ρωμαϊκό στρατό έγινε ανώτατος αξιωματικός κατά την εκστρατεία του Γορδιανού Γ’ ενάντια στους Πέρσες. Τότε εξελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Φίλιππος-Μαρία Βισκόντι — (Filippo Maria Visconti, Μιλάνο 1392 – 1447). Γιος του Τζιαν Γκαλεάτσο και της Αικατερίνης Βισκόντι, ήταν αρχικά κόμης της Παβία, την οποία κληρονόμησε από τον πατέρα του, και σε ηλικία μόλις είκοσι ετών διαδέχθηκε τον αδελφό του Τζιοβάνι Μαρία… …   Dictionary of Greek

  • Γουλ, Φίλιππος — (15ος αι.).Κύπριος ζωγράφος. Έγινε γνωστός από τις τοιχογραφίες στον Άγιο Μάμα Λουβαρά, στον Σταυρό στο Αγιασμάτι (1465) και στον ναό του Σωτήρα στο Παλαιοχωριό (1466). Ζωγράφος λαϊκότερης τεχνοτροπίας, μετέφερε συχνά σε αυτήν σύγχρονά του… …   Dictionary of Greek

  • Ζαλώνης, Μάρκος Φίλιππος — (Τήνος 1782 – ;). Ιατροφιλόσοφος. Σπούδασε ιατρική στο Παρίσι και αναγορεύτηκε διδάκτορας για την ιστορικο ανθρωπολογική μελέτη του Ταξίδιον εις Τήνον (1809). Διετέλεσε γιατρός του μεγάλου βεζίρη Γιουσούφ και άσκησε το λειτούργημα του γιατρού… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιού, Φίλιππος — (1931 –). Ιστορικός. Γιος του πολιτικού της Αριστεράς Ηλία Ηλίου, σπούδασε ιστορία στο Παρίσι. Από το 1983 εκδίδει μαζί με τον Σπύρο Ασδραχά και τον Βασίλη Παναγιωτόπουλο το περιοδικό Ιστορικά. Είναι πρωτεργάτης και πρόεδρος των ΑΣΚΙ (Αρχεία… …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου, Φίλιππος — (Συρία 1828 – Αριζόνα 1902). Έμπορος. Το όνομά του έχει συνδεθεί με την εμφάνιση της καμήλας στη Βόρεια Αμερική, όπου πήγε το 1856 συνοδεύοντας το πρώτο καραβάνι από καμήλες. Αποβιβάστηκε στην Ισπανιόλα, λιμάνι του Τέξας, μαζί με τον Αμερικανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”